σκαστός

σκαστός
η , ό
1) удравший, ушедший без разрешения (с работы, учёбы и т. п.);

είναι σκαστός απ' το σχολείο — он сбежал с уроков, удрал из школы;

2) звонкий, громкий, звучный;

σκαστό φιλί — звонкий поцелуй;

3) наличные (о деньгах);

§ ήρθα σκαστός — я зашёл на минуточку;

τούς πιάσανε σκαστούς — их поймали с поличным


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "σκαστός" в других словарях:

  • σκαστός — ή, ό 1. ηχηρός: Της έδωσε ένα σκαστό φιλί. 2. αυτός που απουσιάζει αδικαιολόγητα από το σχολείο: Πάλι ο φίλος σου είναι σκαστός από το σχολείο σήμερα. 3. αυτός που φεύγει κρυφά από κάπου: Έγινε σκαστός από το σπίτι. 4. αυτός που καταβάλλεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκαστός — ή, ό, Ν (για πράγμ.) αυτός που σκάζει ή γίνεται με κρότο, ηχηρός (α. «σκαστή σβερκιά» β. «σκαστό φιλί») 2. (για πρόσ.) α) αυτός που φεύγει κρυφά β) αυτός που απουσιάζει αυθαίρετα ή αδικαιολόγητα 3. (για χρήματα) αυτός που πληρώνεται όλος μαζί,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»